βιογραφώ — ( έω) συνθέτω τη βιογραφία κάποιου … Dictionary of Greek
βιογραφώ — ησα, γράφω τη βιογραφία κάποιου: Προσπαθώ να βιογραφήσω εξέχουσες φυσιογνωμίες της πόλης μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)